- πετρηρεφής
- πετρ-ηρεφής, ές, ([etym.] ἐρέφω)A o'er-arched with rock, rock-vaulted,
ἄντρα A.Pr.302
, E.Cyc.82.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄντρα A.Pr.302
, E.Cyc.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πετρηρεφής — ές, Α με στέγη από πέτρα, σκεπασμένος από βράχο («ἄντρα πετρηρεφή», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ηρεφής (< ἐρέφω «στεγάζω, καλύπτω με στέγη»), πρβλ. νυκτ ηρεφης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
πετρηρεφῆ — πετρηρεφής o er arched with rock neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πετρηρεφής o er arched with rock masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πετρηρεφής o er arched with rock masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρηρεφεῖς — πετρηρεφής o er arched with rock masc/fem acc pl πετρηρεφής o er arched with rock masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφηρεφής — ἀμφηρεφής, ές (ΑΜ) στεγασμένος αρχ. (για τη φαρέτρα τού Απόλλωνος) αυτή που είναι κλεισμένη και από τις δύο πλευρές, επάνω και κάτω κλειστή, καλά κλεισμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ηρεφὴς < ἐρέφω «καλύπτω με στέγη» (πρβλ. ὑψηρεφής, πετρηρεφής … Dictionary of Greek
ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πετρηγενής — ές, Α γεννημένος μέσα στις πέτρες («πετρηγενέες τε μυΐσκοι», Αντίπ. Σιδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + γενής (< γένος) κατά τα πετρηρεφής, πετρήρης κ.ά.] … Dictionary of Greek
πετρώροφος — ον, Μ ο πετρηρεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. χρυσ ώροφος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek